- πλευριτόξυλο
- το1. φρυγανώδης θάμνος.2. θαμνώδες γιασεμί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλευριτόξυλο — το, Ν 1. το γνωστό με τη λόγια ονομασία όσυρις η λευκή φυτό 2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία ίασμος ο θαμνώδης φυτό … Dictionary of Greek